ἀρρίπιστος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[no ventilado]] σώματα Gal.10.745. | |dgtxt=-ον [[no ventilado]] σώματα Gal.10.745. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρρίπιστος]], -ον (Α) [[ριπίζω]]<br />αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A not cooled or ventilated, Gal.10.745.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρίπιστος: [ῑ], -ον, μὴ ῥιπισθείς, μὴ ξηρανθείς, Γαλην. τ. 10, σ. 251.
Spanish (DGE)
-ον no ventilado σώματα Gal.10.745.
Greek Monolingual
ἀρρίπιστος, -ον (Α) ριπίζω
αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί.