ἀσαφήνιστος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[no aclarado]], [[no explicado]] Sch.E.<i>Med</i>.722. | |dgtxt=-ον [[no aclarado]], [[no explicado]] Sch.E.<i>Med</i>.722. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσαφήνιστος]], -ον) [[σαφηνίζω]]<br />αυτός που δεν έχει καταστεί [[σαφής]] ή δεν έχει διευκρινιστεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not explained, declared, Sch.E.Med.722 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσαφήνιστος: -ον, ὁ μὴ σαφηνισθείς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 722.
Spanish (DGE)
-ον no aclarado, no explicado Sch.E.Med.722.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσαφήνιστος, -ον) σαφηνίζω
αυτός που δεν έχει καταστεί σαφής ή δεν έχει διευκρινιστεί.