ἀσυγκαταθετέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(big3_7)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[no consentir]] τὸ δὲ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ τὸ ἐπέχειν S.E.<i>M</i>.7.157.
|dgtxt=[[no consentir]] τὸ δὲ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ τὸ ἐπέχειν S.E.<i>M</i>.7.157.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυγκαταθετέω:''' не соглашаться Sext.
}}
}}

Revision as of 11:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκαταθετέω Medium diacritics: ἀσυγκαταθετέω Low diacritics: ασυγκαταθετέω Capitals: ΑΣΥΓΚΑΤΑΘΕΤΕΩ
Transliteration A: asynkatathetéō Transliteration B: asynkatatheteō Transliteration C: asygkatatheteo Beta Code: a)sugkataqete/w

English (LSJ)

   A withhold one's assent, S.E.M.7.157.

German (Pape)

[Seite 379] nicht beistimmen, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκαταθετέω: δὲν συγκατατίθεμαι, τὸ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερον ἐστιν ἣ τὸ ἐπέχειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 157.

Spanish (DGE)

no consentir τὸ δὲ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ τὸ ἐπέχειν S.E.M.7.157.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκαταθετέω: не соглашаться Sext.