βριθοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ<br />[[peso]] μέγα δ' ἔβραχε φήγινος [[ἄξων]] βριθοσύνῃ <i>Il</i>.5.839, πέσε δὲ λίθος [[εἴσω]] βριθοσύνῃ <i>Il</i>.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.<i>D</i>.1.298, Hsch. | |dgtxt=(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ<br />[[peso]] μέγα δ' ἔβραχε φήγινος [[ἄξων]] βριθοσύνῃ <i>Il</i>.5.839, πέσε δὲ λίθος [[εἴσω]] βριθοσύνῃ <i>Il</i>.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.<i>D</i>.1.298, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βριθοσύνη]], η (Α)<br />[[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[βριθύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A weight, Il.5.839, 12.460, Nonn.D.1.298.
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριθοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων
Greek (Liddell-Scott)
βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτης, Ἰλ. Ε. 839, Μ, 460.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: βρίθω.
Spanish (DGE)
(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ
peso μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ Il.5.839, πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ Il.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.D.1.298, Hsch.