γήθυον: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />bot. [[cebolla]] o [[cebolleta]] variedad del [[Allium cepa L.]] τῶν δὲ γηθύων ῥίζας ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν Ar.<i>Fr</i>.5, cf. Alex.179.6, Phryn.Com.12, Thphr.<i>HP</i> 7.1.2, Hdn.Gr.1.376, 2.486, Hsch., cf. [[γήτειον]]. | |dgtxt=-ου, τό<br />bot. [[cebolla]] o [[cebolleta]] variedad del [[Allium cepa L.]] τῶν δὲ γηθύων ῥίζας ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν Ar.<i>Fr</i>.5, cf. Alex.179.6, Phryn.Com.12, Thphr.<i>HP</i> 7.1.2, Hdn.Gr.1.376, 2.486, Hsch., cf. [[γήτειον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γήθυον]] και γῆθυ και [[γήτειον]], το (Α)<br />[[είδος]] πράσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[γηθυλλίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = γήτειον, Ar.Fr.5, Phryn.Com.12, Thphr.7.1.2, etc.
German (Pape)
[Seite 489] τό, Porreezwiebel, Lauch, com. Ath. a. a. O.; s. γήτειον.
Greek (Liddell-Scott)
γήθυον: τό, εἶδος πράσου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 122, Φρύν. Κωμ. Κρον. 3 · ἴδε Schneid. Θεόφρ. 3. 574 · πρβλ. γήτειον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de poireau, plante.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. cebolla o cebolleta variedad del Allium cepa L. τῶν δὲ γηθύων ῥίζας ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν Ar.Fr.5, cf. Alex.179.6, Phryn.Com.12, Thphr.HP 7.1.2, Hdn.Gr.1.376, 2.486, Hsch., cf. γήτειον.
Greek Monolingual
γήθυον και γῆθυ και γήτειον, το (Α)
είδος πράσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γηθυλλίς.