δακρυσταγής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δακρυστᾰγής) -ές<br />[[lacrimoso]], [[lloroso]], [[γόος]] Tim.15.100, πόνοι Meth.<i>Symp</i>.291. | |dgtxt=(δακρυστᾰγής) -ές<br />[[lacrimoso]], [[lloroso]], [[γόος]] Tim.15.100, πόνοι Meth.<i>Symp</i>.291. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δακρυσταγής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[στάζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιμοσταγής]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
δακρυσταγής: -ές, στάζων δάκρυα, μτγν.
Spanish (DGE)
(δακρυστᾰγής) -ές
lacrimoso, lloroso, γόος Tim.15.100, πόνοι Meth.Symp.291.
Greek Monolingual
δακρυσταγής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -σταγής < στάζω (πρβλ. αιμοσταγής)].