δειπνίον: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό [[pequeña cena]], [[colación]] Ar.<i>Fr</i>.499.
|dgtxt=-ου, τό [[pequeña cena]], [[colación]] Ar.<i>Fr</i>.499.
}}
{{grml
|mltxt=[[δειπνίον]], το (Α)<br />φτωχικό, ανεπίσημο [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[δείπνον]]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνίον Medium diacritics: δειπνίον Low diacritics: δειπνίον Capitals: ΔΕΙΠΝΙΟΝ
Transliteration A: deipníon Transliteration B: deipnion Transliteration C: deipnion Beta Code: deipni/on

English (LSJ)

ου, τό, Dim. of δεῖπνον, Ar.Fr.483.

German (Pape)

[Seite 540] τό, dim. von δεῖπνον, Ar. bei Hesych. s. V. οὐ γὰρ ἄκανθαι.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνίον: -ου, τό, ὑποκορ. τοῦ δεῖπνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 407.

Spanish (DGE)

-ου, τό pequeña cena, colación Ar.Fr.499.

Greek Monolingual

δειπνίον, το (Α)
φτωχικό, ανεπίσημο δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του δείπνον].