δεκτέος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(big3_10)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que puede ser aceptado]], [[aceptable]], [[ἀρχή]] Luc.<i>Herm</i>.74, δεκτέα γὰρ ταῦτα τῷ Θεῷ Ath.Al.M.26.1249B.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que puede ser aceptado]], [[aceptable]], [[ἀρχή]] Luc.<i>Herm</i>.74, δεκτέα γὰρ ταῦτα τῷ Θεῷ Ath.Al.M.26.1249B.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεκτέος:''' -α, -ον, ρημ. επιθ. του [[δέχομαι]], αυτός που πρέπει να γίνει [[δεκτός]], [[αποδεκτός]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκτέος Medium diacritics: δεκτέος Low diacritics: δεκτέος Capitals: ΔΕΚΤΕΟΣ
Transliteration A: dektéos Transliteration B: dekteos Transliteration C: dekteos Beta Code: dekte/os

English (LSJ)

α, ον, (δέχομαι)

   A to be received, Luc.Herm.74.    II δεκτέον, one must take or understand, Str.10.2.22, Sch.Th.Oxy. 853 vii 9.

Greek (Liddell-Scott)

δεκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέχομαι, ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut recevoir.
Étymologie: adj. verb. de δέχομαι.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que puede ser aceptado, aceptable, ἀρχή Luc.Herm.74, δεκτέα γὰρ ταῦτα τῷ Θεῷ Ath.Al.M.26.1249B.

Greek Monotonic

δεκτέος: -α, -ον, ρημ. επιθ. του δέχομαι, αυτός που πρέπει να γίνει δεκτός, αποδεκτός, σε Λουκ.