διασκευαστής: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[maquinador]] ἀνοσιουργήματος ... τεχνίτης καὶ δ. Cyr.Al.M.74.593C, cf. Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.29.<br /><b class="num">2</b> [[revisor]], [[editor]] de una obra literaria, Procl.<i>in Ti</i>.1.200, Sch.Er.<i>Il</i>.6.441a, 8.73-4. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[maquinador]] ἀνοσιουργήματος ... τεχνίτης καὶ δ. Cyr.Al.M.74.593C, cf. Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.29.<br /><b class="num">2</b> [[revisor]], [[editor]] de una obra literaria, Procl.<i>in Ti</i>.1.200, Sch.Er.<i>Il</i>.6.441a, 8.73-4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (θηλ. -στρια, η) (Α [[διασκευαστής]])<br />αυτός που τροποποιεί ένα [[κείμενο]] για να εμφανιστεί με νέα [[μορφή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A reviser, editor of a poem, Sch.Il.6.441.
German (Pape)
[Seite 602] ὁ, der kritische Bearbeiter eines Werkes, Schol. Il. 6, 441. 8, 73; vgl. Lehrs Aristarch. p. 349.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 maquinador ἀνοσιουργήματος ... τεχνίτης καὶ δ. Cyr.Al.M.74.593C, cf. Ptol.Tetr.3.14.29.
2 revisor, editor de una obra literaria, Procl.in Ti.1.200, Sch.Er.Il.6.441a, 8.73-4.
Greek Monolingual
ο (θηλ. -στρια, η) (Α διασκευαστής)
αυτός που τροποποιεί ένα κείμενο για να εμφανιστεί με νέα μορφή.