δίκυκλος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de dos ruedas]] ὄχημα Lib.<i>Or</i>.1.33, cf. Poll.10.52<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[carro de dos ruedas]], [[biga]] D.C.76.7.2. | |dgtxt=-ον<br />[[de dos ruedas]] ὄχημα Lib.<i>Or</i>.1.33, cf. Poll.10.52<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[carro de dos ruedas]], [[biga]] D.C.76.7.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (AM [[δίκυκλος]], -ον)<br />(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίκυκλο</i><br />α) το [[ποδήλατο]]<br />β) η [[μοτοσικλέτα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A two-wheeled, ὄχημα Lib.Or.1.33; δ. [ἅρμα] two-wheeled car, D.C.76.7.
German (Pape)
[Seite 630] zweirädrig; ὄχημα Liban.; τό δ., dasselbe, D. Cass. 76, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δίκυκλος: -ον, ὁ δύο τροχοὺς ἔχων, δίτροχος, δ. [ἅρμα] Δίων Κ. 76. 7.
Spanish (DGE)
-ον
de dos ruedas ὄχημα Lib.Or.1.33, cf. Poll.10.52
•subst. τὸ δ. carro de dos ruedas, biga D.C.76.7.2.
Greek Monolingual
-ο (AM δίκυκλος, -ον)
(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίκυκλο
α) το ποδήλατο
β) η μοτοσικλέτα.