διηγηματικός: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[narrativo]], [[expositivo]] λόγος Eus.<i>HE</i> 5.praef.4, cf. Gr.Nyss.<i>V.Gr.Thaum</i>.26.25, c. gen. obj. λόγος δ. ... τῶν ... γεγενημένων Eus.M.22.945A<br /><b class="num">•</b>gener. en crít. lit. ἡ μίμησις Arist.<i>Po</i>.1459<sup>b</sup>36, cf. 1459<sup>a</sup>17, παρεκβάσεις Plb.38.6.1, de un proemio, Hermog.<i>Inu</i>.1.4 (p.106), λόγος Alex.Aphr.<i>in Top</i>.7.25, σχῆμα δ. op. δραματικόν D.H.<i>Th</i>.37.2, cf. Plu.2.711b, D.L.3.50, Longin.9.13, Sch.A.<i>Eu</i>.20 (p.208), τὸ δ. μέρος op. δημηγορικόν D.H.<i>Th</i>.55.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. op. τὸ μιμητικόν Procl.<i>Chr</i>.11<br /><b class="num">•</b>gram., como uno de los valores de ὡς Trypho <i>Fr</i>.61<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διηγηματικόν la secuencia narrativa</i>, e.e. el estilo indirecto</i> A.D.<i>Synt</i>.256.10.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[aficionado a contar]] c. gen. ὀνείρων Plu.2.631a, ὁ ... ποιητὴς δ. ὤν Sch.Er.<i>Il</i>.2.788 (p.169).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en forma narrativa]], [[en forma expositiva]] Hermog.<i>Inu</i>.4.8 (p.195), Corn.<i>Rh</i>.112, D.L.9.103, Eus.<i>DE</i> 5.17 (p.240), <i>Is</i>.53.1 (p.334), Gr.Nyss.M.44.1189A, Thdt.<i>H.Rel</i>.21.35. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[narrativo]], [[expositivo]] λόγος Eus.<i>HE</i> 5.praef.4, cf. Gr.Nyss.<i>V.Gr.Thaum</i>.26.25, c. gen. obj. λόγος δ. ... τῶν ... γεγενημένων Eus.M.22.945A<br /><b class="num">•</b>gener. en crít. lit. ἡ μίμησις Arist.<i>Po</i>.1459<sup>b</sup>36, cf. 1459<sup>a</sup>17, παρεκβάσεις Plb.38.6.1, de un proemio, Hermog.<i>Inu</i>.1.4 (p.106), λόγος Alex.Aphr.<i>in Top</i>.7.25, σχῆμα δ. op. δραματικόν D.H.<i>Th</i>.37.2, cf. Plu.2.711b, D.L.3.50, Longin.9.13, Sch.A.<i>Eu</i>.20 (p.208), τὸ δ. μέρος op. δημηγορικόν D.H.<i>Th</i>.55.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. op. τὸ μιμητικόν Procl.<i>Chr</i>.11<br /><b class="num">•</b>gram., como uno de los valores de ὡς Trypho <i>Fr</i>.61<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διηγηματικόν la secuencia narrativa</i>, e.e. el estilo indirecto</i> A.D.<i>Synt</i>.256.10.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[aficionado a contar]] c. gen. ὀνείρων Plu.2.631a, ὁ ... ποιητὴς δ. ὤν Sch.Er.<i>Il</i>.2.788 (p.169).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en forma narrativa]], [[en forma expositiva]] Hermog.<i>Inu</i>.4.8 (p.195), Corn.<i>Rh</i>.112, D.L.9.103, Eus.<i>DE</i> 5.17 (p.240), <i>Is</i>.53.1 (p.334), Gr.Nyss.M.44.1189A, Thdt.<i>H.Rel</i>.21.35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διηγηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο [[διήγημα]] ή στη [[διήγηση]], ο [[κατάλληλος]] για [[διήγηση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διηγηματικό</i><br />η αφηγηματική [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να διηγείται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A descriptive, narrative, δ. ποίησις, μίμησις, Arist.Po.1459a17, b36; παρεκβάσεις Plb.38.6.1; διάλογοι Plu.2.711c; ποιητής Sch.Il.Oxy.1086.59. Adv. -κῶς Corn.Rh.p.371H., D.L.9.103. II fond of narrating, τινός Plu.2.631a, cf. 513d.
Greek (Liddell-Scott)
διηγηματικός: -ή, -όν, περιγραφικός, ἀνήκων εἰς διήγημα, δ. ποίησις, μίμησις Ἀριστ. Ποιητ. 23, 1., 24. 9, - Ἐπίρρ. -κῶς, Διογ. Λ. 9. 103.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1narrativo, expositivo λόγος Eus.HE 5.praef.4, cf. Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.26.25, c. gen. obj. λόγος δ. ... τῶν ... γεγενημένων Eus.M.22.945A
•gener. en crít. lit. ἡ μίμησις Arist.Po.1459b36, cf. 1459a17, παρεκβάσεις Plb.38.6.1, de un proemio, Hermog.Inu.1.4 (p.106), λόγος Alex.Aphr.in Top.7.25, σχῆμα δ. op. δραματικόν D.H.Th.37.2, cf. Plu.2.711b, D.L.3.50, Longin.9.13, Sch.A.Eu.20 (p.208), τὸ δ. μέρος op. δημηγορικόν D.H.Th.55.4
•subst. τὸ δ. op. τὸ μιμητικόν Procl.Chr.11
•gram., como uno de los valores de ὡς Trypho Fr.61
•subst. τὸ διηγηματικόν la secuencia narrativa, e.e. el estilo indirecto A.D.Synt.256.10.
2 de pers. aficionado a contar c. gen. ὀνείρων Plu.2.631a, ὁ ... ποιητὴς δ. ὤν Sch.Er.Il.2.788 (p.169).
II adv. -ῶς en forma narrativa, en forma expositiva Hermog.Inu.4.8 (p.195), Corn.Rh.112, D.L.9.103, Eus.DE 5.17 (p.240), Is.53.1 (p.334), Gr.Nyss.M.44.1189A, Thdt.H.Rel.21.35.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διηγηματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διήγημα ή στη διήγηση, ο κατάλληλος για διήγηση
2. το ουδ. ως ουσ. το διηγηματικό
η αφηγηματική ικανότητα
αρχ.
αυτός που του αρέσει να διηγείται.