διποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
(big3_12)
(9)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />cierto [[baile]] en Lacedemonia, Ath.630a, Hsch.s.u. [[διποδία]].
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />cierto [[baile]] en Lacedemonia, Ath.630a, Hsch.s.u. [[διποδία]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διποδισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[φυσικός]] [[βηματισμός]] του αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και [[στήριξη]] τών διαγώνιων ποδιών του<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] χορού, [[διποδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποδισμός]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διποδισμός Medium diacritics: διποδισμός Low diacritics: διποδισμός Capitals: ΔΙΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: dipodismós Transliteration B: dipodismos Transliteration C: dipodismos Beta Code: dipodismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = διποδία 11, Hsch.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cierto baile en Lacedemonia, Ath.630a, Hsch.s.u. διποδία.

Greek Monolingual

ο (AM διποδισμός)
νεοελλ.
ο φυσικός βηματισμός του αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και στήριξη τών διαγώνιων ποδιών του
αρχ.
είδος χορού, διποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ποδισμός.