δουλοπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[servilismo]], [[espíritu servil]] φεύγειν χρὴ ... τὴν δουλοπρέπειαν Pl.<i>Alc</i>.1.135c, cf. Theopomp.Com.91, ἡ πρὸς τὸ κέρδος δ. Luc.<i>Merc.Cond</i>.40, cf. D.C.51.15.2, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.13.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[servilismo]], [[espíritu servil]] φεύγειν χρὴ ... τὴν δουλοπρέπειαν Pl.<i>Alc</i>.1.135c, cf. Theopomp.Com.91, ἡ πρὸς τὸ κέρδος δ. Luc.<i>Merc.Cond</i>.40, cf. D.C.51.15.2, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.13.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[δουλοπρέπεια]])<br />[[συμπεριφορά]] που ταιριάζει σε δούλο, [[ευτέλεια]] χαρακτήρα, [[αναξιοπρέπεια]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλοπρέπεια Medium diacritics: δουλοπρέπεια Low diacritics: δουλοπρέπεια Capitals: ΔΟΥΛΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: douloprépeia Transliteration B: douloprepeia Transliteration C: douloprepeia Beta Code: doulopre/peia

English (LSJ)

ἡ,

   A slavish spirit, Pl.Alc.1.135c, Theopomp.Com.87.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, Knechtssinn, niedrige Denkungsart; Plat. Alc. I, 135 c; Theopomp. com. bei Poll. 3, 75 u. Sp.; Ggstz μεγαλοψυχία, D. Cass. 51, 15.

Greek (Liddell-Scott)

δουλοπρέπεια: ἡ, δουλικὸν ἦθοςφρόνημα· ἀντίθ. μεγαλοψυχία, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
servilité.
Étymologie: δουλοπρεπής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
servilismo, espíritu servil φεύγειν χρὴ ... τὴν δουλοπρέπειαν Pl.Alc.1.135c, cf. Theopomp.Com.91, ἡ πρὸς τὸ κέρδος δ. Luc.Merc.Cond.40, cf. D.C.51.15.2, Clem.Al.Paed.2.1.13.

Greek Monolingual

η (AM δουλοπρέπεια)
συμπεριφορά που ταιριάζει σε δούλο, ευτέλεια χαρακτήρα, αναξιοπρέπεια.