δυσαποκατάστατος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de lo que es difícil restablecerse]] ὀργαὶ δυσαποκατάστατοι arrebatos de cólera difíciles de aplacar</i> Phld.<i>Ir</i>.30.18.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de recomponer]] χόνδρος ... δ. ... εἰς τὸ ἀρχαῖον σχῆμα Gal.14.792, <τὸ> ἀποχωροῦν M.Ant.11.8. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de lo que es difícil restablecerse]] ὀργαὶ δυσαποκατάστατοι arrebatos de cólera difíciles de aplacar</i> Phld.<i>Ir</i>.30.18.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de recomponer]] χόνδρος ... δ. ... εἰς τὸ ἀρχαῖον σχῆμα Gal.14.792, <τὸ> ἀποχωροῦν M.Ant.11.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσαποκατάστατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] δύσκολα αποκαθίσταται<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται [[κάποιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to restore, M.Ant.11.8, Gal.14.792. II hard to recover from, ὀργαί Phld.Ir.p.63 W.
German (Pape)
[Seite 676] schwer wieder herzustellen; M. Ant. 11, 8; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαποκατάστᾰτος: -ον, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, δυσεπανόρθωτος Μ. Ἀντων. 11. 8, Γαλην.· 2, 397.
Spanish (DGE)
-ον
1 de lo que es difícil restablecerse ὀργαὶ δυσαποκατάστατοι arrebatos de cólera difíciles de aplacar Phld.Ir.30.18.
2 difícil de recomponer χόνδρος ... δ. ... εἰς τὸ ἀρχαῖον σχῆμα Gal.14.792, <τὸ> ἀποχωροῦν M.Ant.11.8.
Greek Monolingual
δυσαποκατάστατος, -ον (Α)
1. αυτός ο οποίος δύσκολα αποκαθίσταται
2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κάποιος.