δυσεντερία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(big3_12)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hdt.8.115, Hp.<i>Aph</i>.6.3, <i>BCH</i> 66-67.1942-43.181 (Abdera IV a.C.), Aret.<i>SD</i> 2.9.1<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. tard. δυσσεντ- <i>Hippiatr.Lugd</i>.166<br />medic. [[disentería]] ἐπιλαβὼν δὲ λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δ. ... ἔφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.<i>Tht</i>.142b, I.<i>AI</i> 6.3, ταλαιπωρεῖν ὑπό τε τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς δυσεντερίας Plb.32.15.14, δυσεντερίαι καὶ διάρροιαι Hp.<i>Aër</i>.3, cf. <i>Aff</i>.23, <i>Aph</i>.3.12, Pl.<i>Ti</i>.86a, Arist.<i>Pr</i>.861<sup>b</sup>16, Aret.l.c., πρὸς δυσεντερίας καὶ τεινεσμούς Dieuch.16.29, τοῦ γὰρ θέρεος δυσεντερίαι τε πολλαὶ ἐμπίπτουσι Hp.<i>Aër</i>.7, cf. <i>Epid</i>.1.15, ἕως δυσεντερίας γενομένης καὶ κινδυνεύσασα ... ἔτεκε σάρκα ἣν καλοῦσι μύλην Arist.<i>GA</i> 775<sup>b</sup>32, δ. ἐστὶν [[ἕλκωσις]] ἐντέρων Gal.19.421, cf. 14.753, ref. una evacuación sanguinolenta, Gal.8.370, 18(1).724, ἡπατικὴ δ. disentería hepática</i> Alex.Trall.2.397.15, quizá de caballos y otros équidos <i>BCH</i> l.c., cf. <i>Hippiatr</i>.39.tít.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hdt.8.115, Hp.<i>Aph</i>.6.3, <i>BCH</i> 66-67.1942-43.181 (Abdera IV a.C.), Aret.<i>SD</i> 2.9.1<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. tard. δυσσεντ- <i>Hippiatr.Lugd</i>.166<br />medic. [[disentería]] ἐπιλαβὼν δὲ λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δ. ... ἔφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.<i>Tht</i>.142b, I.<i>AI</i> 6.3, ταλαιπωρεῖν ὑπό τε τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς δυσεντερίας Plb.32.15.14, δυσεντερίαι καὶ διάρροιαι Hp.<i>Aër</i>.3, cf. <i>Aff</i>.23, <i>Aph</i>.3.12, Pl.<i>Ti</i>.86a, Arist.<i>Pr</i>.861<sup>b</sup>16, Aret.l.c., πρὸς δυσεντερίας καὶ τεινεσμούς Dieuch.16.29, τοῦ γὰρ θέρεος δυσεντερίαι τε πολλαὶ ἐμπίπτουσι Hp.<i>Aër</i>.7, cf. <i>Epid</i>.1.15, ἕως δυσεντερίας γενομένης καὶ κινδυνεύσασα ... ἔτεκε σάρκα ἣν καλοῦσι μύλην Arist.<i>GA</i> 775<sup>b</sup>32, δ. ἐστὶν [[ἕλκωσις]] ἐντέρων Gal.19.421, cf. 14.753, ref. una evacuación sanguinolenta, Gal.8.370, 18(1).724, ἡπατικὴ δ. disentería hepática</i> Alex.Trall.2.397.15, quizá de caballos y otros équidos <i>BCH</i> l.c., cf. <i>Hippiatr</i>.39.tít.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[δυσ-]] and a [[comparative]] of [[ἐντός]] ([[meaning]] a bowel); a "[[dysentery]]": [[bloody]] [[flux]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεντερία Medium diacritics: δυσεντερία Low diacritics: δυσεντερία Capitals: ΔΥΣΕΝΤΕΡΙΑ
Transliteration A: dysentería Transliteration B: dysenteria Transliteration C: dysenteria Beta Code: dusenteri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A dysentery, Hp.Aph.3.12 (pl.), al., Hdt.8.115, Pl. Ti.86a (pl.), Arist.Pr.861b16, etc.

German (Pape)

[Seite 679] ἡ. Durchfall, Ruhr mit Leibschneiden; Her. 8, 115; Plat. Tim. 86 a u. Folgde, bes. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεντερία: ἡ, «ἕλκωσις ἐντέρων μετὰ φλεγμονῆς καὶ ἀποκρίσεως αἱματωδῶν… ἀπολυμάτων, Λατ. tormina intestinorum, Ἱππ. Ἀφ. 1247 κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 8. 115, Πλάτ. Τιμ. 86Α· πρβλ. λειεντερία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dysenterie, affection des intestins.
Étymologie: δυσ-, ἔντερα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.8.115, Hp.Aph.6.3, BCH 66-67.1942-43.181 (Abdera IV a.C.), Aret.SD 2.9.1

• Grafía: graf. tard. δυσσεντ- Hippiatr.Lugd.166
medic. disentería ἐπιλαβὼν δὲ λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δ. ... ἔφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.Tht.142b, I.AI 6.3, ταλαιπωρεῖν ὑπό τε τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς δυσεντερίας Plb.32.15.14, δυσεντερίαι καὶ διάρροιαι Hp.Aër.3, cf. Aff.23, Aph.3.12, Pl.Ti.86a, Arist.Pr.861b16, Aret.l.c., πρὸς δυσεντερίας καὶ τεινεσμούς Dieuch.16.29, τοῦ γὰρ θέρεος δυσεντερίαι τε πολλαὶ ἐμπίπτουσι Hp.Aër.7, cf. Epid.1.15, ἕως δυσεντερίας γενομένης καὶ κινδυνεύσασα ... ἔτεκε σάρκα ἣν καλοῦσι μύλην Arist.GA 775b32, δ. ἐστὶν ἕλκωσις ἐντέρων Gal.19.421, cf. 14.753, ref. una evacuación sanguinolenta, Gal.8.370, 18(1).724, ἡπατικὴ δ. disentería hepática Alex.Trall.2.397.15, quizá de caballos y otros équidos BCH l.c., cf. Hippiatr.39.tít.

English (Strong)

from δυσ- and a comparative of ἐντός (meaning a bowel); a "dysentery": bloody flux.