δυσεγχείρητος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de llevar a cabo]], [[de acometer]] τὸ μέγεθος τῆς ἐπιβολῆς I.<i>AI</i> 15.388, τὸ πρόβλημα Hippol.<i>Fr.Cant</i>.1.10 en <i>Muséon</i> 77.1964.142. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de llevar a cabo]], [[de acometer]] τὸ μέγεθος τῆς ἐπιβολῆς I.<i>AI</i> 15.388, τὸ πρόβλημα Hippol.<i>Fr.Cant</i>.1.10 en <i>Muséon</i> 77.1964.142. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσεγχείρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δύσκολο να επιχειρηθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to take in hand, J.AJ15.11.2.
German (Pape)
[Seite 678] schwer anzugreifen, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεγχείρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 11, 2.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de llevar a cabo, de acometer τὸ μέγεθος τῆς ἐπιβολῆς I.AI 15.388, τὸ πρόβλημα Hippol.Fr.Cant.1.10 en Muséon 77.1964.142.
Greek Monolingual
δυσεγχείρητος, -ον (Α)
αυτός που είναι δύσκολο να επιχειρηθεί.