ἐκμανής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[enloquecido]], [[frenético]] ὁ [[Διονύσιος]] ... πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐ. Ath.437e<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[demencial]], [[furiosamente loco]] ἔρωτες Ph.2.411, ὀργαί Ph.2.563, λύτται Ph.1.408.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[fuera de sí]], [[como enajenado]] τινὰς ἐ. ὀρχηστὰς ὁρῶν Ph.2.552, ἐ. ἀκούειν τῆς σύριγγος Opp.<i>H.Par</i>.5.16, οἱ μὴ βλέποντες ἐ. ἀνεβόησαν ref. a fariseos y publicanos, Rom.Mel.20.γʹ.4<br /><b class="num">•</b>sent. erót. [[locamente]] φιλόπαις δ' ἦν ἐ. καὶ [[Ἀλέξανδρος]] ὁ βασιλεύς Ath.603a.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[enloquecido]], [[frenético]] ὁ [[Διονύσιος]] ... πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐ. Ath.437e<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[demencial]], [[furiosamente loco]] ἔρωτες Ph.2.411, ὀργαί Ph.2.563, λύτται Ph.1.408.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[fuera de sí]], [[como enajenado]] τινὰς ἐ. ὀρχηστὰς ὁρῶν Ph.2.552, ἐ. ἀκούειν τῆς σύριγγος Opp.<i>H.Par</i>.5.16, οἱ μὴ βλέποντες ἐ. ἀνεβόησαν ref. a fariseos y publicanos, Rom.Mel.20.γʹ.4<br /><b class="num">•</b>sent. erót. [[locamente]] φιλόπαις δ' ἦν ἐ. καὶ [[Ἀλέξανδρος]] ὁ βασιλεύς Ath.603a.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκμανής]], -ές (AM)<br />μανιασμένος για [[κάτι]], με σφοδρή, ασυγκράτητη [[επιθυμία]] («πρὸς τὰ ἀφροδίσια [[ἐκμανής]]»).
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμᾰνής Medium diacritics: ἐκμανής Low diacritics: εκμανής Capitals: ΕΚΜΑΝΗΣ
Transliteration A: ekmanḗs Transliteration B: ekmanēs Transliteration C: ekmanis Beta Code: e)kmanh/s

English (LSJ)

ές,

   A quite mad, πρὸς τὰ ἀφροδίσια Nicias ap.Ath.10.437e; λύτται Ph.1.408. Adv. -νῶς Ath.13.603a.

German (Pape)

[Seite 768] ές, sehr rasend, wüthend; Poll. 5, 74; πρὸς τὰ ἀφροδίσια, ganz rasend auf, Ath. X, 437 e. – Adv., ἐκμανῶς φιλόπαις ἦν Ath. XIII, 603 a; πίνειν X, 464 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμᾰνής: -ές, ἔκδοτος εἴς τι μέχρι μανίας, πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκμανὴς Ἀθήν. 437Ε. - Ἐπίρρ. -νῶς, ὁ αὐτ. 603Α.

Spanish (DGE)

-ές
1 enloquecido, frenéticoΔιονύσιος ... πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐ. Ath.437e
de abstr. demencial, furiosamente loco ἔρωτες Ph.2.411, ὀργαί Ph.2.563, λύτται Ph.1.408.
2 adv. -ῶς fuera de sí, como enajenado τινὰς ἐ. ὀρχηστὰς ὁρῶν Ph.2.552, ἐ. ἀκούειν τῆς σύριγγος Opp.H.Par.5.16, οἱ μὴ βλέποντες ἐ. ἀνεβόησαν ref. a fariseos y publicanos, Rom.Mel.20.γʹ.4
sent. erót. locamente φιλόπαις δ' ἦν ἐ. καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς Ath.603a.

Greek Monolingual

ἐκμανής, -ές (AM)
μανιασμένος για κάτι, με σφοδρή, ασυγκράτητη επιθυμία («πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκμανής»).