ἐμπεδόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[siempre fructífero]]de árboles, Emp.B 77. | |dgtxt=-ον [[siempre fructífero]]de árboles, Emp.B 77. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπεδόκαρπος]], -ον (Α)<br />(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει [[συνεχώς]] καρπό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ever-fruiting, Emp.77.
German (Pape)
[Seite 811] stets Früchte tragend; Empedocl. 287; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδόκαρπος: -ον, ὡς τὸ ἀείκαρπος, ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, ἐμπεδόφυλλος, ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου ἀείφυλλος.
Spanish (DGE)
-ον siempre fructíferode árboles, Emp.B 77.
Greek Monolingual
ἐμπεδόκαρπος, -ον (Α)
(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει συνεχώς καρπό.