ἐμπερίληψις: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[confinamiento]], [[cerco]] τοῦ πυρός Arist.<i>Mete</i>.369<sup>b</sup>19, τοῦ φωτός Epicur.<i>Ep</i>.[3] 101, τοῦ ἀέρος Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.40.<br /><b class="num">2</b> [[inclusión]], [[intercalación]] χρόνων ἀξιολόγων D.H.<i>Dem</i>.38.1. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[confinamiento]], [[cerco]] τοῦ πυρός Arist.<i>Mete</i>.369<sup>b</sup>19, τοῦ φωτός Epicur.<i>Ep</i>.[3] 101, τοῦ ἀέρος Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.40.<br /><b class="num">2</b> [[inclusión]], [[intercalación]] χρόνων ἀξιολόγων D.H.<i>Dem</i>.38.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπερίληψις]], η (Α)<br />το να συμπεριλαμβάνεται [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A encompassment, τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19; τοῦ φωτός Epicur.Ep.2p.45U.; embracing, χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, das Insichenthalten, -begreifen, Arist. meteorl. 2, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερίληψις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπεριλαμβάνειν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 10, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 confinamiento, cerco τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19, τοῦ φωτός Epicur.Ep.[3] 101, τοῦ ἀέρος Clem.Al.Paed.1.6.40.
2 inclusión, intercalación χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.1.
Greek Monolingual
ἐμπερίληψις, η (Α)
το να συμπεριλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο.