ἐλευθεροστομέω: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(big3_14b) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=c. suj. de pers. [[hablar con libertad]], [[con franqueza]] [[ἄγαν]] δ' ἐλευθεροστομεῖς A.<i>Pr</i>.180, cf. E.<i>Andr</i>.153, Epiph.Const.<i>Haer</i>.24.10.1, πρὸς τὸν [[ἑαυτοῦ]] ... ἡγεμόνα Ph.1.474, πρὸς τοὺς ἀπίστους Chrys.<i>Fem.Reg</i>.1.19, cf. Eus.<i>PE</i> 6.6.2, ἀτρόμῳ γλώττῃ ἐ. Eus.<i>MP</i> 4.9<br /><b class="num">•</b>suj. el discurso [[expresarse con libertad]] οἱ λόγοι δὲ οὐδὲν νῦν τι δέονται πόλεως, ὥστε ἐλευθεροστομῆσαι Synes.<i>Regn</i>.3. | |dgtxt=c. suj. de pers. [[hablar con libertad]], [[con franqueza]] [[ἄγαν]] δ' ἐλευθεροστομεῖς A.<i>Pr</i>.180, cf. E.<i>Andr</i>.153, Epiph.Const.<i>Haer</i>.24.10.1, πρὸς τὸν [[ἑαυτοῦ]] ... ἡγεμόνα Ph.1.474, πρὸς τοὺς ἀπίστους Chrys.<i>Fem.Reg</i>.1.19, cf. Eus.<i>PE</i> 6.6.2, ἀτρόμῳ γλώττῃ ἐ. Eus.<i>MP</i> 4.9<br /><b class="num">•</b>suj. el discurso [[expresarse con libertad]] οἱ λόγοι δὲ οὐδὲν νῦν τι δέονται πόλεως, ὥστε ἐλευθεροστομῆσαι Synes.<i>Regn</i>.3. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλευθεροστομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[στόμα]]), [[μιλώ]] ελεύθερα, με [[θάρρος]], με [[παρρησία]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be free of speech, A.Pr.182 (lyr.), E.Andr.153; in later Prose, Ph.1.474, al.
German (Pape)
[Seite 796] freimüthig reden; Aesch. Prom. 180 Eur. Andr. 153.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθεροστομέω: ὁμιλῶ ἐλευθέρως, παρρηπάζομαι, ἄγαν δ’ ἐλευθεροστομεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 182, Εὐρ. Ἀνδρ. 153· πρβλ. ἐξελευθερόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler en toute liberté, parler franchement.
Étymologie: ἐλευθερόστομος.
Spanish (DGE)
c. suj. de pers. hablar con libertad, con franqueza ἄγαν δ' ἐλευθεροστομεῖς A.Pr.180, cf. E.Andr.153, Epiph.Const.Haer.24.10.1, πρὸς τὸν ἑαυτοῦ ... ἡγεμόνα Ph.1.474, πρὸς τοὺς ἀπίστους Chrys.Fem.Reg.1.19, cf. Eus.PE 6.6.2, ἀτρόμῳ γλώττῃ ἐ. Eus.MP 4.9
•suj. el discurso expresarse con libertad οἱ λόγοι δὲ οὐδὲν νῦν τι δέονται πόλεως, ὥστε ἐλευθεροστομῆσαι Synes.Regn.3.
Greek Monotonic
ἐλευθεροστομέω: μέλ. -ήσω (στόμα), μιλώ ελεύθερα, με θάρρος, με παρρησία, σε Αισχύλ., Ευρ.