ἐξάραγμα: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[fractura]], [[rotura]] Hp. en Gal.19.98, Ruf.<i>Interrog</i>.60. | |dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[fractura]], [[rotura]] Hp. en Gal.19.98, Ruf.<i>Interrog</i>.60. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξάραγμα]], το (Α) [[εξαράσσω]]<br />αυτό που προήλθε από [[θραύση]], το [[θραύσμα]], το [[σύντριμμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], ατος, τό,
A = σύντριμμα, Hp. ap. Gal.19.98.
German (Pape)
[Seite 871] τό, das Herausgeschlagene, der Splitter, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάραγμα: τό, «σύντριμμα» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. fractura, rotura Hp. en Gal.19.98, Ruf.Interrog.60.
Greek Monolingual
ἐξάραγμα, το (Α) εξαράσσω
αυτό που προήλθε από θραύση, το θραύσμα, το σύντριμμα.