inexpugnable: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀπραγμάτευτος]], [[ἀκηδής]], [[δυσμήχανος]], [[δυσπρόσμαχος]], [[δυσεκβίαστος]], [[δυσέμβολος]], [[δυσάλωτος]], [[ἀπρόσιτος]], [[ἀχείρωτος]], [[ἀντίτητος]], [[ἀκατάμαχος]], [[ἀπολιόρκητος]], [[ἀπαράληπττος]], [[ἄμαχος]], [[δυσπολιόρκητος]], [[δυσέκκρουστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπόρθητος]], [[ἀνάλωτος]] | |sltx=[[ἀπραγμάτευτος]], [[ἀκηδής]], [[δυσμήχανος]], [[δυσπρόσμαχος]], [[δυσεκβίαστος]], [[δυσέμβολος]], [[δυσάλωτος]], [[ἀπρόσιτος]], [[ἀχείρωτος]], [[ἀντίτητος]], [[ἀκατάμαχος]], [[ἀπολιόρκητος]], [[ἀπαράληπττος]], [[ἄμαχος]], [[δυσπολιόρκητος]], [[δυσέκκρουστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπόρθητος]], [[ἀνάλωτος]], [[ἀπρόσβλητος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 21 November 2022
Spanish > Greek
ἀπραγμάτευτος, ἀκηδής, δυσμήχανος, δυσπρόσμαχος, δυσεκβίαστος, δυσέμβολος, δυσάλωτος, ἀπρόσιτος, ἀχείρωτος, ἀντίτητος, ἀκατάμαχος, ἀπολιόρκητος, ἀπαράληπττος, ἄμαχος, δυσπολιόρκητος, δυσέκκρουστος, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, ἀπρόσμαχος, ἀπόρθητος, ἀνάλωτος, ἀπρόσβλητος