θαλασσοκράτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(eksahir) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[señor del mar]] | |esgtx=[[señor del mar]] | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θᾰλασσοκράτωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[κρατέω]]), ο [[κύριος]] της θάλασσας, ο [[αφέντης]], ο [[εξουσιαστής]] της, σε Ηρόδ., Θουκ. Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
[κρᾰ], ορος, ὁ, ἡ,
A master of the sea, Hdt.5.83, Th.8.63, X.HG1.6.2.
German (Pape)
[Seite 1183] ορος, ὁ, Meerbeherrscher, die Oberherrschaft zur See habend; Her. 5, 83; Thuc. 8, 63; vgl. Xen. Hell. 1, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσοκράτωρ: ορος. ὁ, ἡ, κύριος τῆς θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 83, Θουκ. 8. 63, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui domine sur mer.
Étymologie: θάλασσα, κρατέω.
Spanish
Greek Monotonic
θᾰλασσοκράτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (κρατέω), ο κύριος της θάλασσας, ο αφέντης, ο εξουσιαστής της, σε Ηρόδ., Θουκ. Ξεν.