ποταμογείτων: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(eksahir)
(33)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[potamogeton]]
|esgtx=[[potamogeton]]
}}
{{grml
|mltxt=-ονος, ο, ΝΑ<br />πολυετές υδρόβιο [[φυτό]] που [[είναι]] βυθισμένο [[ολόκληρο]] στα νερά τών ρυακιών ή επιπλέουν μόνο τα φύλλα του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[γείτων]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμογείτων Medium diacritics: ποταμογείτων Low diacritics: ποταμογείτων Capitals: ΠΟΤΑΜΟΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: potamogeítōn Transliteration B: potamogeitōn Transliteration C: potamogeiton Beta Code: potamogei/twn

English (LSJ)

ονος, ὁ,

   A pondweed, Potamogeton natans, Dsc.4.100, Luc.Trag.152, Ael.NA6.46.    2 = ἄρκιον, Ps.-Dsc.4.106.    II epith. of a crocodile, PMag.Leid.W.25.21.

German (Pape)

[Seite 688] ονος, ὁ, ἡ, dem Flusse nah, Name eines Krautes; Ael. H. A. 6, 46; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμογείτων: -ονος, ἡ, ποταμοῦ γείτων, ὄνομα βοτάνης, Λατ. potamogeton. «ποταμογείτων φύλλον ἐστὶν ὅμοιον σεύτλῳ δασὺ καὶ ὀλίγον ὑπερκῦπτον τοῦ ὕδατος» Διοσκ. 4. 101.

French (Bailly abrégé)

ονος (genre inconnu);
propr. « voisine des fleuves », sorte de plante aquatique, potamogeton natans, ou ἄρκιον LSJ.
Étymologie: ποταμός, γείτων.

Spanish

potamogeton

Greek Monolingual

-ονος, ο, ΝΑ
πολυετές υδρόβιο φυτό που είναι βυθισμένο ολόκληρο στα νερά τών ρυακιών ή επιπλέουν μόνο τα φύλλα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + γείτων.