ἅλας: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(strοng)
(2)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ἅλς]]; [[salt]]; [[figuratively]], [[prudence]]: [[salt]].
|strgr=from [[ἅλς]]; [[salt]]; [[figuratively]], [[prudence]]: [[salt]].
}}
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ([[άλογο]]) στικτό, με άσπρα στίγματα σε μαύρο [[βάθος]]<br /><b>2.</b> [[μάλλινος]] [[επενδύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>ala</i> «[[ποικιλόχρωμος]]»].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλας Medium diacritics: ἅλας Low diacritics: άλας Capitals: ΑΛΑΣ
Transliteration A: hálas Transliteration B: halas Transliteration C: alas Beta Code: a(/las

English (LSJ)

ᾰτος, τό,

   A = ἅλς, salt, Arist.Mir.844b16, Lycon ap. Hdn. Gr. 2.716, LXX Le.2.13, al., Ep.Col.44.6, Gal.14.327; ἅ. ἀμμωνιακόν POxy.1222.2 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 89] ατος, τό (ἅλς), im Sprichwort, ἅλασιν ὕει, es regnet Salz, von großer Fruchtbarkeit, Suid.; nach E. M. ein Wort der gemeinen Sprache; sonst nur N. T., u. Sp., wie Diod. S. 1, 63; Plut. Symp. 4, 4, 3; φέρων ἅλας Theocr. 15, 17; s. ἅλς.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλας: ᾰτος, τό, (ἅλς) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ἅλας, κατὰ δὲ Σουΐδ. μόνον ἐν χρήσει εἰς τὴν παροιμίαν ἅλασιν ὕει, ἀλλ’ ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. Θαυμ. 138, συχνάκις δὲ καὶ παρὰ μεταγενεστέροις πεζοῖς, ὡς ἐν Πλουτ. 2. 668F· Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sel.
Étymologie: ἅλς².

Spanish (DGE)

-ατος, τό
sal Arist.Mir.844b16, PPetr.3.140a.2 (III a.C.), Ep.Col.4.6, Gal.14.327, PAnt.190a.23 (VI/VII d.C.), Gr.Naz.M.37.723
tb. plu. ἁλάτων μέδιμνον Lyco 28, prov. ἅλασιν ὕει de una gran abundancia, Sud.
fig. ref. a cualidades espirituales τὸ ἅλας τῆς γῆς Eu.Matt.5.13, ἅλας ἀμμωνιακόν sal amoniacal, POxy.1222.2 (IV d.C.).

English (Strong)

from ἅλς; salt; figuratively, prudence: salt.

Greek Monolingual

ο
1. (άλογο) στικτό, με άσπρα στίγματα σε μαύρο βάθος
2. μάλλινος επενδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ala «ποικιλόχρωμος»].