ναυκραρία: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
mNo edit summary
(26)
Line 18: Line 18:
==Spanish==
==Spanish==
naucraría
naucraría
{{grml
|mltxt=[[ναυκραρία]], ἡ (Α) [[ναύκραρος]]<br />(στην αρχ. Αθήνα) το δωδέκατο [[μέρος]] καθεμιάς από τις φυλές της Αττικής.
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκραρία Medium diacritics: ναυκραρία Low diacritics: ναυκραρία Capitals: ΝΑΥΚΡΑΡΙΑ
Transliteration A: naukraría Transliteration B: naukraria Transliteration C: nafkraria Beta Code: naukrari/a

English (LSJ)

ἡ,

   A naucrary (v. ναύκραρος), Arist.Ath.8.3, Clidem.8, Phot.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, die Gemeinschaft athenischer Bürger, an deren Spitze ein ναύκραρος stand, den späteren συμμορίαι entsprechend, Poll. 8, 108 u. Phot., nach denen zwölf auf eine Phyle gehen; Poll. sagt ν. ἑκάστη δύο ἱππέας παρεῖχε καὶ ναῦν μίαν, ἀφ' ἧς ὠνόμασται. Vgl. Böckh Staatshaush. I, 275 ff., Herm. griech. Staatsalterth. § 99, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκρᾱρία: ἡ, τὸ δωδέκατον μέρος φυλῆς, «ἐκ δὲ τῆς φυλῆς ἑκάστης ἦσαν νενεμημέναι τριττύες μὲν τρεῖς, ναυκραρίαι δὲ δώδεκα καθ’ ἑκάστην, ἐπὶ δὲ τῶν ναυκραριῶν ἀρχὴ καθεστηκυῖα ναύκραροι, τεταγμένοι πρός τε τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰς δαπάνας τὰς γιγνομένας» Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 10. 17, ἔκδ. Blass, Ἀποσπ. 349, Κλειτόδημ. 8, Πολυδ. Η΄, 108.

Spanish

naucraría

Greek Monolingual

ναυκραρία, ἡ (Α) ναύκραρος
(στην αρχ. Αθήνα) το δωδέκατο μέρος καθεμιάς από τις φυλές της Αττικής.