ωμοκρατής: Difference between revisions
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(47c) |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο [[ωμός]] και [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση [[δύναμη]] ( | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο [[ωμός]] και [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση [[δύναμη]] («νῦν γὰρ ὁ δεινὸς [[μέγας]] ὠμοκρατὴς [[Αἴας]] θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] ή [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>κρατής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:05, 27 March 2021
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο ωμός και ισχυρός
2. (ως προσωνυμία του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῦν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός + -κρατής (< κράτος «δύναμη»), πρβλ. πολυ-κρατής].