χύτρινος: Difference between revisions
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
(47c) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. [[κύθρινος]], -ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πήλινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=και ιων. τ. [[κύθρινος]], -ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πήλινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χύτρινος]]<br />η [[χύτρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χύτρινοι ἀγῶνες» — οι αγώνες τών χύτρων, την [[τρίτη]] [[ημέρα]] των Ανθεστηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
η, ον, Ion. later κύθρ- Apollod.Poliorc.152.12,
A of earthenware: Subst. ὁ χ., = χύτρα, Hp.Mul.2.133; κ. ὀστράκινοι Apollod. l. c. 2 χύτρινοι ἀγῶνες games at the festival οἱ χύτροι (v. χύτρος 11.2), Philoch. 137.
German (Pape)
[Seite 1385] ὁ, ion. κύθρινος, ein tiefes Loch in einem Flusse, Teiche, Sumpfe, eine Untiefe, ein Kolk, Sp., wie Arrian. peripl. töpfern, thönern, irden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χύτρῐνος: -η, -ον, πήλινος· ὁ χύτρινος = χύτρα, Ἱππ. 648. 53. 2) χύτρινοι ἀγῶνες, ἀγῶνες τελούμενοι ἐν τοῖς Χύτροις, Φιλόχορ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 218.
Greek Monolingual
και ιων. τ. κύθρινος, -ίνη, -ον, Α
1. πήλινος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χύτρινος
η χύτρα
3. φρ. «χύτρινοι ἀγῶνες» — οι αγώνες τών χύτρων, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].