χτένα: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[κτένα]], ΝΜ, και [[λόγιος]] τ. [[κτένα]], Ν<br /><b>1.</b> το [[χτένι]]<br /><b>2.</b> μεγάλο [[χτένι]]<br /><b>3.</b> [[χτένι]] για [[συγκράτηση]] τών μαλλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτένα]], αιτ. του αρχ. [[κτείς]], [[κτενός]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτίζω]]: [[χτίζω]])].
|mltxt=η / [[κτένα]], ΝΜ, και [[λόγιος]] τ. [[κτένα]], Ν<br /><b>1.</b> το [[χτένι]]<br /><b>2.</b> μεγάλο [[χτένι]]<br /><b>3.</b> [[χτένι]] για [[συγκράτηση]] τών μαλλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτένα]], αιτ. του αρχ. [[κτείς]], [[κτενός]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- ([[πρβλ]]. [[κτίζω]]: [[χτίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η / κτένα, ΝΜ, και λόγιος τ. κτένα, Ν
1. το χτένι
2. μεγάλο χτένι
3. χτένι για συγκράτηση τών μαλλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτένα, αιτ. του αρχ. κτείς, κτενός, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].