αθλητισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[ενασχόληση]], [[επίδοση]] σε αθλητικά αγωνίσματα<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που [[συνήθως]] τελούνται υπό [[μορφή]] κωδικοποιημένων αγώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές [[αθλητής]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ισμός</i>, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>athletisme</i><br />η λ. μπήκε στην Ελληνική στα [[τέλη]] του περασμένου αιώνα].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[ενασχόληση]], [[επίδοση]] σε αθλητικά αγωνίσματα<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που [[συνήθως]] τελούνται υπό [[μορφή]] κωδικοποιημένων αγώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές [[αθλητής]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ισμός</i>, πρβλ. γαλλ. <i>athletisme</i><br />η λ. μπήκε στην Ελληνική στα [[τέλη]] του περασμένου αιώνα].
}}
}}

Revision as of 10:30, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο
1. ενασχόληση, επίδοση σε αθλητικά αγωνίσματα
2. το σύνολο τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που συνήθως τελούνται υπό μορφή κωδικοποιημένων αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές αθλητής + παραγ. κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. athletisme
η λ. μπήκε στην Ελληνική στα τέλη του περασμένου αιώνα].