ἄκρητος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ακρητοποσίη, ακρητοπότης / [[ἄκρητος]], ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α)<br /><b>βλ.</b> [[άκρατος]], [[ακρατοποσία]], [[ακρατοπότης]] κ.λπ. | |mltxt=ακρητοποσίη, ακρητοπότης / [[ἄκρητος]], ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α)<br /><b>βλ.</b> [[άκρατος]], [[ακρατοποσία]], [[ακρατοπότης]] κ.λπ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκρητος:''' ἀκρητο-ποσίη, -[[πότης]], βλ. ἀκρατ-. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ἀκρητο-ποσίη, ἀκρητο-πότης, v.sub ἀκρατ-.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρητος: ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, ἴδε ἐν λ. ἀκραί.
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἄκρατος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α)
βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ.
Greek Monotonic
ἄκρητος: ἀκρητο-ποσίη, -πότης, βλ. ἀκρατ-.