ἀκαταγώνιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταγώνιστος]], -ον) [[καταγωνίζομαι]]<br />[[ακατάβλητος]], [[αήττητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταγώνιστος]], -ον) [[καταγωνίζομαι]]<br />[[ακατάβλητος]], [[αήττητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατᾰγώνιστος:''' непобедимый (πολέμιοι Diod.).
}}
}}

Revision as of 15:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταγώνιστος Medium diacritics: ἀκαταγώνιστος Low diacritics: ακαταγώνιστος Capitals: ΑΚΑΤΑΓΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akatagṓnistos Transliteration B: akatagōnistos Transliteration C: akatagonistos Beta Code: a)katagw/nistos

English (LSJ)

ον,

   A unconquerable, D.S.17.26, Olymp. Hist.p.451 D., Procl. in Cra. p.112P.; epith. of the Stoic sage, Stoic.1.53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταγώνιστος: -ον, ἀκατανίκητος, Διόδ. 17. 26.

Spanish (DGE)

-ον
invencible πολέμιοι D.S.17.26, cf. Olymp.Hist.6, ἀκαταγώνιστοι ... ἔσεσθε τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.2, del sabio estoico, Zeno Stoic.1.53
invencible, inexpugnable φυλακτήρια Procop.Aed.1.3.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταγώνιστος, -ον) καταγωνίζομαι
ακατάβλητος, αήττητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατᾰγώνιστος: непобедимый (πολέμιοι Diod.).