ἀλεξήνωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_19) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλεξήνωρ''': -ορος, ὁ, βοηθῶν ἄνδρα, περὶ ἰατροῦ, Παυσ. 2. 11, 6. Ἐν Δωρ. τύπῳ -άνωρ. | |lstext='''ἀλεξήνωρ''': -ορος, ὁ, βοηθῶν ἄνδρα, περὶ ἰατροῦ, Παυσ. 2. 11, 6. Ἐν Δωρ. τύπῳ -άνωρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλεξήνωρ]], [[δωρικός]] [[τύπος]] ἀλεξάνωρ, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βοηθά τους άνδρες<br /><b>2.</b> ως όνομα γιατρού (<i>Αλεξάνωρ οΜαχάωνος του Ασκληπιού</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλέξω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A aiding man, asname of physician, Paus.2.11.6 (in Dor.form -άνωρ).
German (Pape)
[Seite 92] ορος, ὁ, Beiname des Aesculap, den Männern beistehend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξήνωρ: -ορος, ὁ, βοηθῶν ἄνδρα, περὶ ἰατροῦ, Παυσ. 2. 11, 6. Ἐν Δωρ. τύπῳ -άνωρ.
Greek Monolingual
ἀλεξήνωρ, δωρικός τύπος ἀλεξάνωρ, ο (Α)
1. αυτός που βοηθά τους άνδρες
2. ως όνομα γιατρού (Αλεξάνωρ οΜαχάωνος του Ασκληπιού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + -ήνωρ < ἀνήρ.