ἀντεκτρέφω: Difference between revisions
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[alimentar]], [[mantener a su vez]] en v. pas. ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.<i>HA</i> 615<sup>b</sup>25.<br /><b class="num">2</b> [[criar para competir]] βότρυι ... βότρυν Lync. en Ath.654a. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[alimentar]], [[mantener a su vez]] en v. pas. ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.<i>HA</i> 615<sup>b</sup>25.<br /><b class="num">2</b> [[criar para competir]] βότρυι ... βότρυν Lync. en Ath.654a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντεκτρέφω]] (Α)<br />[[τρέφω]] κι εγώ αυτόν που μ' έθρεψε ([[αναλαμβάνω]] τη [[συντήρηση]] των γονέων μου). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
A to maintain in return:— in Pass., ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.HA615b25. 2 train as a rival, βότρυν βότρυϊ Lync. ap. Ath.14.654a.
German (Pape)
[Seite 246] dagegen, zum Dank ernähren, Aristot. H. A. 9, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκτρέφω: ἐκτρέφω τὸν ἐκθρέψαντά με, ἐν τῷ παθ., ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 13, 2. 2) ἐκτρέφω, καλλιεργῶ ὡς ἐφάμιλλον, «τῷ δ’ ἐκεῖ καλουμένῳ βότρυϊ Νικοστρατίῳ τὸν Ἱππώνιον ἀντεκτρέφουσι βότρυν») (κατὰ Meineke: «τῷ δ’ ἐκεῖ καλουμένῳ βότρυϊ νικοστρατίῳ τὸν ἱππώνειον ἀντεκφέρουσα βότρυν») Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 654Α.
Spanish (DGE)
1 alimentar, mantener a su vez en v. pas. ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.HA 615b25.
2 criar para competir βότρυι ... βότρυν Lync. en Ath.654a.
Greek Monolingual
ἀντεκτρέφω (Α)
τρέφω κι εγώ αυτόν που μ' έθρεψε (αναλαμβάνω τη συντήρηση των γονέων μου).