ἀνακίρναμαι: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀνακίρνᾰμαι) <b class="num">• Alolema(s):</b> act. ἀνακίρνημι Ph.1.153, 284<br /><b class="num">1</b> intr. [[mezclarse]] ποτόν S.<i>Fr</i>.255.8<br /><b class="num">•</b>[[templar]] ἀὴρ ... ἡλίου ἀκτίσιν Pl.<i>Ax</i>.371d.<br /><b class="num">2</b> tr. fig. [[trabar]], [[mezclar]] φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι E.<i>Hipp</i>.254<br /><b class="num">•</b>en v. act. [[mezclar]] τῷ πάσχειν τὸ ποιεῖν Ph.1.153, cf. 284, Iambl.<i>in Nic</i>.p.73.
|dgtxt=(ἀνακίρνᾰμαι) <b class="num">• Alolema(s):</b> act. ἀνακίρνημι Ph.1.153, 284<br /><b class="num">1</b> intr. [[mezclarse]] ποτόν S.<i>Fr</i>.255.8<br /><b class="num">•</b>[[templar]] ἀὴρ ... ἡλίου ἀκτίσιν Pl.<i>Ax</i>.371d.<br /><b class="num">2</b> tr. fig. [[trabar]], [[mezclar]] φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι E.<i>Hipp</i>.254<br /><b class="num">•</b>en v. act. [[mezclar]] τῷ πάσχειν τὸ ποιεῖν Ph.1.153, cf. 284, Iambl.<i>in Nic</i>.p.73.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνακίρναμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] ύφεση, μετριάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κίρναμαι</i>, [[παράλληλος]], ποιητ. τ. του [[κεράννυμι]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακίρνᾰμαι Medium diacritics: ἀνακίρναμαι Low diacritics: ανακίρναμαι Capitals: ΑΝΑΚΙΡΝΑΜΑΙ
Transliteration A: anakírnamai Transliteration B: anakirnamai Transliteration C: anakirnamai Beta Code: a)naki/rnamai

English (LSJ)

   A mix, ἀνακίρναται ποτόν S.Fr.255.8: metaph., φιλίας . . ἀνακίρνασθαι mix the bowl of friendship, E.Hipp.254.    II as Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος tempered by... Pl. Ax.371d: mingle with, Iamb. in Nic.p.73 P.:—Act., ἀνακίρνησιν Ph.1.284, part. -κιρνάς 1.153:—Pass., ἀνακιρνᾶται Id.Fr.74 H. (s. v. l.), cf. Alex. Trall.1.13.

German (Pape)

[Seite 192] (s. κίρνημι), mischen, ποτόν, sagte Soph. frg. 237 von der Traube, das Getränk brauend; übertr., μετρίας φιλίας, Freundschaft knüpfen, Eur. Hipp. 264. – Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat. Ax. 371 a, durch Sonnenstrahlen temperirt; vgl. Man. 5, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακίρναμαι: ἀποθ. ἀναμιγνύω, ἀνακίρναται ποτὸν Σοφ. Ἀποσπ. 239: μεταφ. φιλίας... ἀνακίρνασθαι, ἀναμιγνύειν τὸν κρατῆρα τῆς φιλίας, Λατ. jengere amicitias, Εὐρ. Ἱππ. 254, ἴδε Πόρσ. Μήδ. 138· πρβλ. νεοκράς. ΙΙ. ὡς παθ., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος, συγκιρνώμενος, μετριαζόμενος…, Πλάτ. Ἀξ. 371D: - ἐνεργ. τύπος ἀνακίρνησιν ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 1.184.

French (Bailly abrégé)

Moy. de ἀνακίρνημι.

Spanish (DGE)

(ἀνακίρνᾰμαι) • Alolema(s): act. ἀνακίρνημι Ph.1.153, 284
1 intr. mezclarse ποτόν S.Fr.255.8
templar ἀὴρ ... ἡλίου ἀκτίσιν Pl.Ax.371d.
2 tr. fig. trabar, mezclar φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι E.Hipp.254
en v. act. mezclar τῷ πάσχειν τὸ ποιεῖν Ph.1.153, cf. 284, Iambl.in Nic.p.73.

Greek Monolingual

ἀνακίρναμαι (Α)
1. αναμιγνύω, ανακατεύω
2. υφίσταμαι ύφεση, μετριάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κίρναμαι, παράλληλος, ποιητ. τ. του κεράννυμι.