ἀσκανδάλιστος: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inquebrantable]], [[que no se deja desviar]] ἀσκανδάλιστοι τὰς θλίψεις ὑπομένοντες Clem.Al.<i>Strom</i>.4.9.75, cf. <i>Ep.Cor.Apocr</i>.16, Pall.<i>H.Laus</i>.32.8, <i>A.Andr.Fr</i>.8, <i>A.Io</i>.82, Hsch.s.u. [[ἀπρόσκοπος]].<br /><b class="num">2</b> [[que no causa escándalo]] ὑπόβασιν τῆς ἀληθείας Meth.<i>Symp</i>.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. Basil.M.31.637C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin reproche]], <i>PMag</i>.7.248. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inquebrantable]], [[que no se deja desviar]] ἀσκανδάλιστοι τὰς θλίψεις ὑπομένοντες Clem.Al.<i>Strom</i>.4.9.75, cf. <i>Ep.Cor.Apocr</i>.16, Pall.<i>H.Laus</i>.32.8, <i>A.Andr.Fr</i>.8, <i>A.Io</i>.82, Hsch.s.u. [[ἀπρόσκοπος]].<br /><b class="num">2</b> [[que no causa escándalo]] ὑπόβασιν τῆς ἀληθείας Meth.<i>Symp</i>.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. Basil.M.31.637C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin reproche]], <i>PMag</i>.7.248. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ασκαντάλιστος, -η, -ο (AM [[ἀσκανδάλιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν προσκρούει σε εμπόδια, [[ανενόχλητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν σκανδαλίστηκε, που δεν μπήκε σε πειρασμό ή δεν έβαλε [[κακό]] στον νου του (γνωμ., «τρώε τρώε [[βρεχτοκούκια]], ασκαντάλιστος ο [[καλόγερος]]»)<br />1| <b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] του οποίου δεν κλονίζεται η [[πίστη]] στον Θεό<br /><b>2.</b> όποιος δεν σκανδαλίζει τους άλλους<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[εκείνος]] που δεν προκαλεί [[σκάνδαλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
[δᾰ],
A gloss on ἀπρόσκοπος and ἀπρόσπταιστος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκανδάλιστος: -ον, ὁ μὴ σκανδαλιζόμενος, Κλήμ. Ἀλ. Στρώμ. 4. σ. 597, 12, κλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inquebrantable, que no se deja desviar ἀσκανδάλιστοι τὰς θλίψεις ὑπομένοντες Clem.Al.Strom.4.9.75, cf. Ep.Cor.Apocr.16, Pall.H.Laus.32.8, A.Andr.Fr.8, A.Io.82, Hsch.s.u. ἀπρόσκοπος.
2 que no causa escándalo ὑπόβασιν τῆς ἀληθείας Meth.Symp.8.10
•subst. τὸ ἀ. Basil.M.31.637C.
II adv. -ως sin reproche, PMag.7.248.
Greek Monolingual
και ασκαντάλιστος, -η, -ο (AM ἀσκανδάλιστος, -ον)
αυτός που δεν προσκρούει σε εμπόδια, ανενόχλητος
μσν.- νεοελλ.
εκείνος που δεν σκανδαλίστηκε, που δεν μπήκε σε πειρασμό ή δεν έβαλε κακό στον νου του (γνωμ., «τρώε τρώε βρεχτοκούκια, ασκαντάλιστος ο καλόγερος»)
1