ἀρρενοτόκος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que pare hijos varones]] ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.<i>GA</i> 723<sup>a</sup>27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519. | |dgtxt=-ον<br />[[que pare hijos varones]] ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.<i>GA</i> 723<sup>a</sup>27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρρενοτόκος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που γεννά αρσενικά [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing male children, Arist.GA723a27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενοτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἄρρενα τέκνα τίκτουσα, ἀρρενογόνος, Ἀριστ. π. Ζ. 1. 18, 21.
Spanish (DGE)
-ον
que pare hijos varones ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.GA 723a27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519.
Greek Monolingual
ἀρρενοτόκος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που γεννά αρσενικά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -τοκος < τίκτω.