ἀρρενοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que pare hijos varones]] ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.<i>GA</i> 723<sup>a</sup>27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519.
|dgtxt=-ον<br />[[que pare hijos varones]] ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.<i>GA</i> 723<sup>a</sup>27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρρενοτόκος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που γεννά αρσενικά [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενοτόκος Medium diacritics: ἀρρενοτόκος Low diacritics: αρρενοτόκος Capitals: ΑΡΡΕΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: arrenotókos Transliteration B: arrenotokos Transliteration C: arrenotokos Beta Code: a)rrenoto/kos

English (LSJ)

ον,

   A bearing male children, Arist.GA723a27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἄρρενα τέκνα τίκτουσα, ἀρρενογόνος, Ἀριστ. π. Ζ. 1. 18, 21.

Spanish (DGE)

-ον
que pare hijos varones ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.GA 723a27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519.

Greek Monolingual

ἀρρενοτόκος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που γεννά αρσενικά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -τοκος < τίκτω.