βαθύρριζος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰθύρριζος) -ον<br />[[de honda raíz]] δρῦς S.<i>Tr</i>.1195, cf. A.R.1.1199, Thphr.<i>HP</i> 1.6.6, 3.6.5, Q.S.4.202<br /><b class="num">•</b>[[de inamovible base]] πέτρα <i>Trag.Adesp</i>.203. | |dgtxt=(βᾰθύρριζος) -ον<br />[[de honda raíz]] δρῦς S.<i>Tr</i>.1195, cf. A.R.1.1199, Thphr.<i>HP</i> 1.6.6, 3.6.5, Q.S.4.202<br /><b class="num">•</b>[[de inamovible base]] πέτρα <i>Trag.Adesp</i>.203. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[βαθύρριζος]], -ον)<br />αυτός του οποίου οι ρίζες απλώνονται [[βαθιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A deep-rooted, δρῦς S.Tr.1195, cf. A.R.1.1199, Q.S. 4.202; πέτρα, i.e. lofty, Trag.Adesp.203: Comp.-ριζότερος Thphr. HP1.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύρριζος: -ον, ὁ βαθέως ἐρριζωμένος, δρῦς Σοφ. Τρ. 1195· συγκρ. –ριζότερος Θεοφρ. Ι. Φ. 1. 7, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux racines profondes.
Étymologie: βαθύς, ῥίζα.
Spanish (DGE)
(βᾰθύρριζος) -ον
de honda raíz δρῦς S.Tr.1195, cf. A.R.1.1199, Thphr.HP 1.6.6, 3.6.5, Q.S.4.202
•de inamovible base πέτρα Trag.Adesp.203.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βαθύρριζος, -ον)
αυτός του οποίου οι ρίζες απλώνονται βαθιά.