αὐτάγγελος: Difference between revisions
(big3_7) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[que él mismo es el mensajero]] Ὀδυσσεύς S.<i>Ph</i>.568, λόγων γ' αὐ. de Ismene, S.<i>OC</i> 333<br /><b class="num">•</b>[[que lleva en sí mismo un mensaje]] παρθένος Fauorin.<i>Cor</i>.39, αὐ. ὁρώμενος apareciendo como mensajero</i> Plu.2.353c.<br /><b class="num">2</b> [[portador de noticias de primera mano o directas]] αὐτάγγελοι ... ἥ τε Πάραλος καὶ ἡ Σαλαμινία ἔφρασαν Th.3.33, οὗτος μὲν αὐ. ἧκε Plu.2.347c, τὰ μὲν ἰδών, τὰ δὲ ἀκούσας ἄνεισιν [[αὖθις]] ὑποφήτης αὐ. Max.Tyr.8.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τοῦ πάθους de la desgracia</i> Plu.2.489e, D.C.<i>Epit</i>.9.1.1, τῶν ἐν ᾍδου de los asuntos del Hades</i> Plu.2.740b, τῆς ἁλώσεως Arr.<i>An</i>.4.2.6, τῆς εὐνῆς Nonn.<i>D</i>.8.222, Κυπριδίων ὀάρων Musae.132. | |dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[que él mismo es el mensajero]] Ὀδυσσεύς S.<i>Ph</i>.568, λόγων γ' αὐ. de Ismene, S.<i>OC</i> 333<br /><b class="num">•</b>[[que lleva en sí mismo un mensaje]] παρθένος Fauorin.<i>Cor</i>.39, αὐ. ὁρώμενος apareciendo como mensajero</i> Plu.2.353c.<br /><b class="num">2</b> [[portador de noticias de primera mano o directas]] αὐτάγγελοι ... ἥ τε Πάραλος καὶ ἡ Σαλαμινία ἔφρασαν Th.3.33, οὗτος μὲν αὐ. ἧκε Plu.2.347c, τὰ μὲν ἰδών, τὰ δὲ ἀκούσας ἄνεισιν [[αὖθις]] ὑποφήτης αὐ. Max.Tyr.8.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τοῦ πάθους de la desgracia</i> Plu.2.489e, D.C.<i>Epit</i>.9.1.1, τῶν ἐν ᾍδου de los asuntos del Hades</i> Plu.2.740b, τῆς ἁλώσεως Arr.<i>An</i>.4.2.6, τῆς εὐνῆς Nonn.<i>D</i>.8.222, Κυπριδίων ὀάρων Musae.132. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αὐτάγγελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναγγέλλει αυτοπροσώπως [[κάτι]] για τον εαυτό του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που φέρνει αγγελίες ως [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A carrying one's own message, S.Ph.568; bringing news of what oneself has seen, Th.3.33: c.gen. rei, λόγων S.OC333; πάθους Plu.2.489e, cf. Arr.An.4.2.6, Max.Tyr.14.2, Nonn.D.8.222.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάγγελος: ὁ, ὁ αὐτοπροσώπως ἀναγγέλων τι, Σοφ. Φ. 568, πρβλ. 500 (ἔνθα διαιρεῖται, πομπόν τε καὐτὸν ἄγγελον)· ὁ φέρων ἀγγελίαν περὶ πράγματος ὅπερ ἰδίοις ὄμμασιν εἶδεν, Θουκ. 3. 33· μετὰ γεν. πράγμ., λόγων αὐτ. Σοφ. Ο. Κ. 333, πρβλ. Πλούτ. 2. 489Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte lui-même un message ou une nouvelle, qui apporte la nouvelle de ce qu’il a vu lui-même.
Étymologie: αὐτός, ἄγγελος.
Spanish (DGE)
-ου
1 que él mismo es el mensajero Ὀδυσσεύς S.Ph.568, λόγων γ' αὐ. de Ismene, S.OC 333
•que lleva en sí mismo un mensaje παρθένος Fauorin.Cor.39, αὐ. ὁρώμενος apareciendo como mensajero Plu.2.353c.
2 portador de noticias de primera mano o directas αὐτάγγελοι ... ἥ τε Πάραλος καὶ ἡ Σαλαμινία ἔφρασαν Th.3.33, οὗτος μὲν αὐ. ἧκε Plu.2.347c, τὰ μὲν ἰδών, τὰ δὲ ἀκούσας ἄνεισιν αὖθις ὑποφήτης αὐ. Max.Tyr.8.2
•c. gen. τοῦ πάθους de la desgracia Plu.2.489e, D.C.Epit.9.1.1, τῶν ἐν ᾍδου de los asuntos del Hades Plu.2.740b, τῆς ἁλώσεως Arr.An.4.2.6, τῆς εὐνῆς Nonn.D.8.222, Κυπριδίων ὀάρων Musae.132.
Greek Monolingual
αὐτάγγελος, -ον (Α)
1. αυτός που αναγγέλλει αυτοπροσώπως κάτι για τον εαυτό του
2. εκείνος που φέρνει αγγελίες ως αυτόπτης μάρτυρας.