αυτόπτης

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source

Greek Monolingual

ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η)
αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ-(ο)- + -οπτης < οπ-, όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)].