γαλακτοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(big3_9)
(7)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se nutre de leche]]de los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.<i>CD</i> 1.8.2, Σκύθαι Ptol.<i>Geog</i>.6.14.12, ζῷα S.E.<i>P</i>.1.56, cf. [[γλακτοφάγος]].
|dgtxt=-ον<br />[[que se nutre de leche]]de los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.<i>CD</i> 1.8.2, Σκύθαι Ptol.<i>Geog</i>.6.14.12, ζῷα S.E.<i>P</i>.1.56, cf. [[γλακτοφάγος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γαλακτοφάγος]])<br />αυτός που τρέφεται [[κυρίως]] ή αποκλειστικά με [[γάλα]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 471] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. γλακτοφάγος.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοφάγος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de laitage.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.

Spanish (DGE)

-ον
que se nutre de lechede los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.CD 1.8.2, Σκύθαι Ptol.Geog.6.14.12, ζῷα S.E.P.1.56, cf. γλακτοφάγος.

Greek Monolingual

ο (AM γαλακτοφάγος)
αυτός που τρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα.