αὐτώδης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(big3_8) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[αὐθάδης]]. | |dgtxt=v. [[αὐθάδης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αὐτώδης]], -ες (Α)<br />ο [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. που προήλθε με [[συναίρεση]] και ιωνική [[ψίλωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>αυτοFάδης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>Faδ</i>-, <i>αδείν</i> ([[ανδάνω]]), [[άδος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αυθάδης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, Ion. for αὐθάδης, acc. to A.D.Pron.74.9, Hsch.: but Hdt.6.92 has αὐθαδέστεροι.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτώδης: -ες, Ἰων. ἀντὶ αὐθάδης Ἀπολλώνιος π. Ἀντων. 354C, Ἡσύχ. ἀλλ' ἐν Ἡρόδ. 6. 92 ὑπάρχει ὁ κοινὸς τύπος αὐθαδέστερον.
Spanish (DGE)
v. αὐθάδης.
Greek Monolingual
αὐτώδης, -ες (Α)
ο αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. που προήλθε με συναίρεση και ιωνική ψίλωση < αυτοFάδης < αυτός + Faδ-, αδείν (ανδάνω), άδος (βλ. και λ. αυθάδης)].