ἀνανευστικῶς: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
(big3_4) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. [[rechazando]], [[con rechazo]] ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... [[ἅμα]] δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' [[ἀνανευστικῶς]] Arr.<i>Epict</i>.1.14.7. | |dgtxt=adv. [[rechazando]], [[con rechazo]] ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... [[ἅμα]] δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' [[ἀνανευστικῶς]] Arr.<i>Epict</i>.1.14.7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνανευστικῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀνανεύω]]<br />δείχνοντας [[διάθεση]] για [[άρνηση]], αρνητικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A showing a disposition to refuse, Arr.Epict.1.14.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανευστικῶς: ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, τοῖς μὲν συγκαταθετικῶς, τοῖς δὲ ἀνανευστικῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 7.
Spanish (DGE)
adv. rechazando, con rechazo ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... ἅμα δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' ἀνανευστικῶς Arr.Epict.1.14.7.
Greek Monolingual
ἀνανευστικῶς επίρρ. (Α) ἀνανεύω
δείχνοντας διάθεση για άρνηση, αρνητικά.