ἀνανευστικῶς: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
(big3_4)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. [[rechazando]], [[con rechazo]] ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... [[ἅμα]] δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' [[ἀνανευστικῶς]] Arr.<i>Epict</i>.1.14.7.
|dgtxt=adv. [[rechazando]], [[con rechazo]] ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... [[ἅμα]] δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' [[ἀνανευστικῶς]] Arr.<i>Epict</i>.1.14.7.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνανευστικῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀνανεύω]]<br />δείχνοντας [[διάθεση]] για [[άρνηση]], αρνητικά.
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανευστικῶς Medium diacritics: ἀνανευστικῶς Low diacritics: ανανευστικώς Capitals: ΑΝΑΝΕΥΣΤΙΚΩΣ
Transliteration A: ananeustikō̂s Transliteration B: ananeustikōs Transliteration C: ananefstikos Beta Code: a)naneustikw=s

English (LSJ)

Adv.

   A showing a disposition to refuse, Arr.Epict.1.14.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανευστικῶς: ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, τοῖς μὲν συγκαταθετικῶς, τοῖς δὲ ἀνανευστικῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 7.

Spanish (DGE)

adv. rechazando, con rechazo ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... ἅμα δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' ἀνανευστικῶς Arr.Epict.1.14.7.

Greek Monolingual

ἀνανευστικῶς επίρρ. (Α) ἀνανεύω
δείχνοντας διάθεση για άρνηση, αρνητικά.