γραικίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(big3_10)
(8)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hablar griego]] Hdn.<i>Epim</i>.12.
|dgtxt=[[hablar griego]] Hdn.<i>Epim</i>.12.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[γραικίζω]]) [[Γραικός]]<br />[[χρησιμοποιώ]] την ελληνική [[γλώσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>γραικίζομαι</i><br />εξελληνίζομαι.
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 503] Griechisch sprechen, Hdn. epim. 12.

French (Bailly abrégé)

parler grec.
Étymologie: Γραικός.

Spanish (DGE)

hablar griego Hdn.Epim.12.

Greek Monolingual

γραικίζω) Γραικός
χρησιμοποιώ την ελληνική γλώσσα
νεοελλ.
γραικίζομαι
εξελληνίζομαι.