γλυκύχυμος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de dulce jugo]] φάρμακα Gal.11.494, [[δίαιτα]] Paul.Aeg.2.15.
|dgtxt=-ον<br />[[de dulce jugo]] φάρμακα Gal.11.494, [[δίαιτα]] Paul.Aeg.2.15.
}}
{{grml
|mltxt=[[γλυκύχυμος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλυκό]] χυμό<br /><b>2.</b> (για [[γάλα]]) [[εύγευστος]]<br /><b>3.</b> (για [[νερό]]) [[δροσερός]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκῠχῡμος Medium diacritics: γλυκύχυμος Low diacritics: γλυκύχυμος Capitals: ΓΛΥΚΥΧΥΜΟΣ
Transliteration A: glykýchymos Transliteration B: glykychymos Transliteration C: glykychymos Beta Code: gluku/xumos

English (LSJ)

ον, = foreg., Gal.11.494;

   A δίαιτα Paul.Aeg.2.15:—Subst. γλῠκῠ-χῡμία, ἡ, Gal.14.749.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύχῡμος: -ον, = γλυκύχυλος, Γαλην. 13, 42 b.

Spanish (DGE)

-ον
de dulce jugo φάρμακα Gal.11.494, δίαιτα Paul.Aeg.2.15.

Greek Monolingual

γλυκύχυμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γλυκό χυμό
2. (για γάλα) εύγευστος
3. (για νερό) δροσερός.