γεγηθότως: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(big3_9)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. de [[γηθέω]] [[alegremente]] Hld.7.5.3, Ph.2.295 (var.).
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. de [[γηθέω]] [[alegremente]] Hld.7.5.3, Ph.2.295 (var.).
}}
{{grml
|mltxt=[[γεγηθότως]] <b>επίρρ.</b> (AM)<br />ευχαρίστως, [[μετά]] χαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρημα σχηματισμένο βάσει του παρακμ. <i>γέγηθα</i> του ρ. <i>γηθώ</i> «[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι»].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεγηθότως Medium diacritics: γεγηθότως Low diacritics: γεγηθότως Capitals: ΓΕΓΗΘΟΤΩΣ
Transliteration A: gegēthótōs Transliteration B: gegēthotōs Transliteration C: gegithotos Beta Code: geghqo/tws

English (LSJ)

Adv. pf. of γηθέω,

   A with joy, Hld.7.5, Ph.2.295.

German (Pape)

[Seite 477] (γηθέω), stendig, Heliod. 7, 5.

Greek (Liddell-Scott)

γεγηθότως: ἐπίρρ. πρκμ. τοῦ γηθέω, μετὰ χαρᾶς, ἐν ἀγαλλιάσει, Ἡλιόδ. 7. 5, Φίλων 2. 295.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de γηθέω alegremente Hld.7.5.3, Ph.2.295 (var.).

Greek Monolingual

γεγηθότως επίρρ. (AM)
ευχαρίστως, μετά χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει του παρακμ. γέγηθα του ρ. γηθώ «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»].