γοητευτικός: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[embrujador]], [[que hechiza]] ἡδονή Porph.<i>VP</i> 39, sent. peyor. para insultar a un sofista, Poll.4.48.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[con poder de encantamiento]] Poll.4.51. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[embrujador]], [[que hechiza]] ἡδονή Porph.<i>VP</i> 39, sent. peyor. para insultar a un sofista, Poll.4.48.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[con poder de encantamiento]] Poll.4.51. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[γοητευτικός]], -ή, -όν) [[γοητεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γοητεύει, ο [[ελκυστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γοητευτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = γοητικός, Porph.VP 39, Poll.4.48. Adv. -κῶς ib.51.
German (Pape)
[Seite 500] = γοητικός, Sp., Poll. 4, 84.
Greek (Liddell-Scott)
γοητευτικός: ή, όν,= γοητικός, ή, όν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πολυδ. Δ΄, 48. ― Ἐπίρρ.–κῶς Πολυδ. Δ΄, 51, Θ΄, 135.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 embrujador, que hechiza ἡδονή Porph.VP 39, sent. peyor. para insultar a un sofista, Poll.4.48.
2 adv. -ῶς con poder de encantamiento Poll.4.51.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γοητευτικός, -ή, -όν) γοητεύω
νεοελλ.
αυτός που γοητεύει, ο ελκυστικός
αρχ.
ο γοητευτικός.