δίπτωτος: Difference between revisions
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />gram. [[que tiene dos casos o terminaciones]] op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.<i>Pron</i>.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτος ‘invariable’ Sch.D.T.231.8, cf. <i>EM</i> 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.<i>Inst</i>.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.<i>Etym</i>.1.7.33. | |dgtxt=-ον<br />gram. [[que tiene dos casos o terminaciones]] op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.<i>Pron</i>.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτος ‘invariable’ Sch.D.T.231.8, cf. <i>EM</i> 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.<i>Inst</i>.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.<i>Etym</i>.1.7.33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίπτωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις<br /><b>2.</b> (για [[ρήμα]]) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, [[ἀκούω]] τινός τι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμετάπτωτος]], [[άπτωτος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having one form for two cases, A.D.Pron. 91.7.
German (Pape)
[Seite 642] mit zwei Casusendungen, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
δίπτωτος: -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.
Spanish (DGE)
-ον
gram. que tiene dos casos o terminaciones op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.Pron.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτος ‘invariable’ Sch.D.T.231.8, cf. EM 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.Inst.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.Etym.1.7.33.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίπτωτος, -ον)
1. (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις
2. (για ρήμα) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, ἀκούω τινός τι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτωτός (πρβλ. αμετάπτωτος, άπτωτος)].