δομήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ορος, ὁ<br />[[constructor]] ἀπὸ τῶν τεκτόνων καὶ δομητόρων Sch.Lyc.48, δ. λιθοξόῳ ὑποχωρεῖ <i>Rh</i>.1.642.4, cf. [[δωμήτωρ]].
|dgtxt=-ορος, ὁ<br />[[constructor]] ἀπὸ τῶν τεκτόνων καὶ δομητόρων Sch.Lyc.48, δ. λιθοξόῳ ὑποχωρεῖ <i>Rh</i>.1.642.4, cf. [[δωμήτωρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δομήτωρ]], ο (Μ)<br /><b>1.</b> [[χτίστης]], [[ιδρυτής]]<br /><b>2.</b> «ὁ [[δομήτωρ]] τῆς Ἐκκλησίας» — ο Ιησούς [[Χριστός]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δομήτωρ Medium diacritics: δομήτωρ Low diacritics: δομήτωρ Capitals: ΔΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: domḗtōr Transliteration B: domētōr Transliteration C: domitor Beta Code: domh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A builder, Anon.Prog. in Rh.1.642 W.

German (Pape)

[Seite 656] ορος, ὁ, der Erbauer, Baumeister, Sp. δόμονδε, nach dem Hause, in's Haus, Hom., s. s. v. – Δέ Suffix.

Greek (Liddell-Scott)

δομήτωρ: -ορος, ὁ, κτίστης, οἰκοδόμος, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
constructor ἀπὸ τῶν τεκτόνων καὶ δομητόρων Sch.Lyc.48, δ. λιθοξόῳ ὑποχωρεῖ Rh.1.642.4, cf. δωμήτωρ.

Greek Monolingual

δομήτωρ, ο (Μ)
1. χτίστης, ιδρυτής
2. «ὁ δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας» — ο Ιησούς Χριστός.