δωροληψία: Difference between revisions
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[hecho de aceptar regalos]], [[venalidad]], [[ἀδικία]] συνεργεῖ ... διὰ τῆς δωροληψίας <i>T.Reub</i>.3.6, [[ἀπληστία]] τῶν δωροληψιῶν Ephr.Syr.1.132A, cf. Eust.835.18.<br /><b class="num">2</b> [[soborno]] ὁ μὲν τῇ χάριτι ὁ δὲ τῇ δωροληψίᾳ ... αὐτὸν κατήγαγον D.C.39.55.3, cf. Apollon.Antimontan. en Eus.<i>HE</i> 5.18.2, λημμάτων ἔφεσις καὶ δωροληψίας Cyr.Al.M.70.1309B, δ., πραΰνουσα καὶ τοὺς ἐχθίστους Eust.1366.24. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[hecho de aceptar regalos]], [[venalidad]], [[ἀδικία]] συνεργεῖ ... διὰ τῆς δωροληψίας <i>T.Reub</i>.3.6, [[ἀπληστία]] τῶν δωροληψιῶν Ephr.Syr.1.132A, cf. Eust.835.18.<br /><b class="num">2</b> [[soborno]] ὁ μὲν τῇ χάριτι ὁ δὲ τῇ δωροληψίᾳ ... αὐτὸν κατήγαγον D.C.39.55.3, cf. Apollon.Antimontan. en Eus.<i>HE</i> 5.18.2, λημμάτων ἔφεσις καὶ δωροληψίας Cyr.Al.M.70.1309B, δ., πραΰνουσα καὶ τοὺς ἐχθίστους Eust.1366.24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[δωροληψία]])<br />[[αποδοχή]] δώρων για [[μεροληψία]], [[δωροδοκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποδοχή]] δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A taking of presents, Com.Adesp.987, D.C.39.55.
German (Pape)
[Seite 695] ἡ, das Annehmen von Geschenken, D. C. 39, 55 u. Sp.; B. A. 35 erkl. δωροδοκία.
Greek (Liddell-Scott)
δωροληψία: ἡ, τὸ λαμβάνειν δῶρα, Δίων, Κ. 39. 55, Α. Β. 35.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 hecho de aceptar regalos, venalidad, ἀδικία συνεργεῖ ... διὰ τῆς δωροληψίας T.Reub.3.6, ἀπληστία τῶν δωροληψιῶν Ephr.Syr.1.132A, cf. Eust.835.18.
2 soborno ὁ μὲν τῇ χάριτι ὁ δὲ τῇ δωροληψίᾳ ... αὐτὸν κατήγαγον D.C.39.55.3, cf. Apollon.Antimontan. en Eus.HE 5.18.2, λημμάτων ἔφεσις καὶ δωροληψίας Cyr.Al.M.70.1309B, δ., πραΰνουσα καὶ τοὺς ἐχθίστους Eust.1366.24.
Greek Monolingual
η (AM δωροληψία)
αποδοχή δώρων για μεροληψία, δωροδοκία
νεοελλ.
αποδοχή δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό.